- λαθρίδιος
- λαθρίδιοςBis Acc.masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαθρίδιος — λαθρίδιος, ον, θηλ. και ία (Α) [λάθρα] λαθραίος, μυστικός. επίρρ... λαθριδίως (Α) λαθραία, κρυφά … Dictionary of Greek
λαθριδίως — λαθρίδιος Bis Acc. adverbial λαθρίδιος Bis Acc. masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαθρίδιον — λαθρίδιος Bis Acc. masc acc sg λαθρίδιος Bis Acc. neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαθριδίη — λαθρίδιος Bis Acc. fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαθριδίην — λαθρίδιος Bis Acc. fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαθριδίοις — λαθρίδιος Bis Acc. masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαθριδίοισι — λαθρίδιος Bis Acc. masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαθριδίοισιν — λαθρίδιος Bis Acc. masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαθριδίῃ — λαθρίδιος Bis Acc. fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαθριδίῳ — λαθρίδιος Bis Acc. masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)